Κριτικές
Η συμφωνία του οψιδιανού
Μάριος Μαρκίδης
Στις Κυκλάδες, που ένας συγγραφέας υπαινίχθηκε κάποτε ότι, το σκάνε τις νύχτες κι αλητεύουν στις Νότιες Θάλασσες, γύρισε σήμερα ο καιρός και φυσάει. Μαδάει τη Φιλέρημη αμυγδαλιά, σηκώνει τα φουστάνια της αρμυρήθρας, τρελαίνει τη μικρή ροδιά του Ελύτη. Επιπλέον: ανακατεύει τις μπογιές των ζωγράφων, αναγκάζει μια Ειρήνη Κανά –που έχει στήσει το καβαλέτο της σ’ ένα ύψωμα από οψιδιανό- να ξεμπερδεύει το δειλινό απ’ το ξημέρωμα.
Είναι φανερό ότι η Ειρήνη Κανά είναι όλες τις ώρες ΕΚΕΙ – κάθεται και ζωγραφίζει. Μα αυτές οι δύο ακραίες ώρες της ημέρας επιβάλλονται: μισή πρόταση μαύρη, μισή πιο φωτεινή, σα να έρχεται ο ουρανός και να χύνεται πάνω στον πίνακα όπως λειώνει τον καιρό. Δεν είμαι κανένας ειδικός στα ζωγραφικά, μα πιστεύω πως καταλαβαίνω τι σημαίνει να γυρίζει φύλλο η μέρα και η νύχτα, να χαράζει ή να σβήνει ένα μέλι πάνω από το μαύρο και το σκοτεινό πράσινο, να πιστοποιείται η ταυτότητα του Αυγερινού και του Αποσπερίτη.
Σκέφτομαι, πως αυτή η ζωγράφος έχει το μάτι και την ψυχή ενός ερωτευμένου με τη Μήλο ψαρά, που δεν τον σκοτίζει τόσο το ψάρεμα, όσο το πως ανεβαίνει ο ήλιος και πως γεμίζει το φεγγάρι. Δεν έχω το περιθώριο διαχείρισης του χρόνου που είχανε οι πίνακες ώστε να πω πιο πολλά για τον ψαρά και τον ζωγράφο. Ένα πράγμα όμως πρέπει να το υπογραμμίσω: όπως είδαμε παραπάνω, στο Αιγαίο σηκώθηκε σήμερα γερό μελτέμι και τα βαρκάκια Μήλος Κίμωλος τραμπαλίζουνε σα μεθυσμένα στη φουσκωμένη θάλασσα. Το σκοτεινό –το πράσινο γκρίζο, το μωβ, το μαύρο- δοκιμάζονται μέσα στην ονειρώδη γλύκα του μελιού, στο κίτρινο της ώχρας, το ανοιχτό ροδακινί. Προκαλούν και δέχονται προκλήσεις, σαν ένας χορός πανηγυριού στην κεντρική πλατεία.
Μου φαίνεται ότι απ’ αυτή την κατάσταση ερωτικής μείξης των χρωμάτων προκύπτει μια ειδική δυσκολία του Έλληνα ζωγράφου απέναντι στη ζωγραφική. Εξηγούμαι: το πρόσωπο της Ευρώπης, για παράδειγμα, είναι τις περισσότερες φορές τόσο χλωμό, ώστε ο ζωγράφος δεν έχει παρά να διαλέξει χρώματα – για να το ζωηρέψουν. Συχνά δεν είναι παρά ένας ιδιοφυής μακιγιέρ. Δεν έχει άλλη έξοδο παρά να οργανώσει μια χρωματική πραγματικότητα που να σταθεί δίπλα στην άλλη, την υπάρχουσα και ζώσα χρωματική πολυπλοκότητα του ελληνικού τοπίου. Με λίγα λόγια, δεν έχει να ψιμυθιώσει τη φύση, αλλά να προτείνει κάθε φορά κι ένα νέο διάβασμά της, μια προσωπική ερμηνεία της.
Αυτές οι επιφάνειες, που εκθέτει στα μάτια της η Ειρήνη Κανά, είναι ένα τέτοιο «διάβασμα». Της χρωματικής κλίμακας αυτής της ώρας και της αντίθετης άλλης, του χρώματος του οψιδιανού δίπλα στην ξερολιθιά και της βάρκας που καθοδηγείται απ’ το Φάρο. Στέκεται μπροστά σ’ αυτά τα έργα που μιλούν τη δική τους γλώσσα, μπροστά στα ειδύλλια των ελληνικών χρωμάτων όπως τα διαβάζει η ζωγράφος και θυμάσαι εκείνον τον στίχο του Απολινέρ:
«Από το κόκκινο στο πράσινο ολάκερο το κίτρινο πεθαίνει...»
Μα για να δείξω και τη λαιμαργία με την οποία μας υποχρεώνει η ζωγράφος ν’ αφομοιώσουμε μέσα στην οπτική μας τη χρωματική της ανάγνωση, ας εγγράψω εις λογαριασμόν της και την πρόταση ενός άλλου ευαίσθητου Γάλλου, του Προυστ, που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια δική μας παράγνωση.
«Ο πιο γαλάζιος ουρανός είναι το καπνισμένο μάλαμα.»