Κριτικές

Όσμωση αισθήσεων

Αθηνά Σχινά


Βλέποντας την πρόσφατη ενότητα των έργων της Ειρήνης Κανά κι αντικρίζοντας την διάχυτη ευφροσύνη, αναμειγμένη με μια ηδονική χαρμολύπη, όπως εκείνη που αποπνέουν οι μορφές της, τις αισθάνθηκα ζωτικές κι ονειρικές, αφοπλιστικές και υπαινικτικές, ελκυστικές και την ίδια στιγμή απυρόβλητες.

Εστιάζοντας περισσότερο στην υφολογία και στο κλίμα, μέσα απ’ το οποίο εμφανίζονται αυτές οι μορφές, θα έλεγα πως προσωποποιούν θηλυκές όψεις και κατά βάθος «παραγωγικές» κοσμικές νομοτέλειες, ενδογενείς επίσης ψυχολογικές καταστάσεις ή και φαινόμενα της φύσης. Άλλοτε πάλι, «σωματοποιούν» ιδιότητες της ίδιας της παράδοξης παρουσίας τους, καθώς στέκονται ως όψεις και γεννήματα της πλάσης, ενώ ταυτοχρόνως ακροβατούν στον χωροχρόνο, εμφανιζόμενες γήινες και υπερβατικές, χοϊκές κι ευδαιμονικές, ευγονικές και μυστηριώδεις. Παράλληλα δίνουν το στίγμα τους ως οντότητες νοσταλγικές κι αινιγματικές, εαρινές κι αποσπερινές, με το φως τους πηγαία να περιθάλπει τα σώματά τους κι ανακλαστικά να αναβλύζει από την οσμωτική περιχώρηση του ενός χρώματός τους προς το άλλο, της μιας τονικότητας που αναδεικνύει μουσικά τον συγχρωτισμό της με την διπλανή.

Βλέποντας κανείς να εκφράζουν αυτές οι μορφές κάτι γνώριμο, οικείο και την ίδια στιγμή κάτι απρόσμενο και μακρινό, μου ήρθε αναπάντεχα στο νου το παλαιοχριστιανικό «Όραμα του Ιεζεκιήλ» στον Όσιο Δαβίδ της Θεσσαλονίκης. Για να αποδώσει εκεί, ο βυζαντινός ψηφοθέτης - οπτικά κι εκφραστικά, ως προς την ουσία και το νόημα των εικονιζομένων - την εξωπραγματική, την αποκαλυπτική κι ασυμβίβαστη με την κοινή λογική, «ώρα του οράματος», αναστρέφει κι αλληλοπεριχωρεί τις λειτουργίες των αισθήσεων. Αποστασιοποιείται πλήρως από την όποια πειστικότητα του ρεαλισμού κι εμφανίζει, στην εικαστική εκείνη σύνθεση, τον Ιεζεκιήλ να έχει ανοιχτές τις παλάμες του, δίπλα στα τεντωμένα του αυτιά και με ορθάνοιχτα μάτια, να ατενίζει την παραδοξότητα και το θάμβος των τεκταινομένων. Στην εφηβική τότε απορία μου – όταν είχα πρωτοδεί από κοντά το συγκεκριμένο ψηφιδωτό - και στην απροκάλυπτη έκπληξή μου, για το πόσο μακρινές χρονικά καταβολές έχει ο σουρεαλισμός, θυμάμαι ακόμη μέχρι και σήμερα, το βαθυστόχαστο σχόλιο του Ν.Γ.Πεντζίκη, «αυτό λέγεται υπανταλλαγή. Για την απόδοση μιας ασυνήθιστης πραγματικότητας, όπως εκείνης ενός οράματος, ο βυζαντινός καλλιτέχνης θέλοντας να εκφράσει μια τέτοιου είδους καθολική και υπερούσια ανατροπή, υπαλλάσσει τις αισθήσεις. Κι έτσι ο προφήτης εδώ, βλέπει με τα αυτιά του και ακούει με τα μάτια». Φυσικά, δεν έκανα τυχαία εδώ, αυτήν την μνημική αναδρομή, αφ’ ης στιγμής παρατηρώντας κανείς τα έργα της Ειρήνης Κανά, αισθάνεται την αφή να διεγείρει και ουσιαστικά να ενεργοποιεί την δυναμική της όρασης, την οποία υποκαθιστά, την ίδια στιγμή που η όραση παραχωρεί, ως αίσθηση και λειτουργία, την θέση της στην ακοή. Κι αυτό το χαρακτηριστικό της μορφοπλαστικό, όσο και δομοσυστατικό γνώρισμα, μας το μεταδίδει έμμεσα η ζωγράφος, καθώς χειρίζεται επιδέξια και οριακά χρώμα και υλικό, πλάθοντάς τα μαζί και μέσα από τις εναρμονιζόμενες αντιθετικότητές τους, όπως και τις απρόσμενες ισορροπίες τους που εκλύουν εσωτερική φωταύγεια, (κατά την χωροθεσία και την χωροπλασία της κάθε μορφής της).

Η Ειρήνη Κανά στα έργα της, ανεπαίσθητα «διαπλέκει» τα συνομιλούντα χρώματά της, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μετατρέπονται σε μουσικές δονήσεις κι επενεργούσες ακολουθίες. Τα χρώματά της μεταμορφώνονται σε ασθμαίνουσες υπόγειες εντάσεις και άτυπα στρωματογραφημένες συνηχήσεις κραδασμών, που συνεγείρουν, - σαν τα υφαιστειογενή μάγματα, - μνήμες και βιώματα, επιθυμίες και φευγαλέα ή άπιαστα όνειρα, πόθους κρυφούς κι ασυνόρευτες ονειροφαντασίες.

Χρώμα και τόπος, φύση και τρόπος, πινελιά και ύφος, ένταση και ύφεση, λυρισμός κι αδρότητα, χρονικότητα και ψυχολογική διάθεση, λειτουργούν στα έργα αυτά σαν τις μουσικές «μετατροπίες», (διατονικές, χρωματικές κι εναρμόνιες). Παράλληλα, οι θέσεις και οι στάσεις των σωμάτων, εμφανίζονται σαν την παράδοξη «γραφή» μιας ποικιλίας ιδεογραμμάτων, που αναπτύσσονται κι άλλοτε συμπτύσσονται στον ελαστικό κατά τα άλλα χώρο. Τον χώρο άλλωστε, των «γλωσσικών», όσο κι εννοιολογικών αυτών σηματοδοτήσεων (που χρωματίζει και ρυθμικά συντονίζει συναισθήματα και συνειρμούς), εξαρχής τον γεννούν και τον ορίζουν οι μορφές της Ειρήνης Κανά, ενώ ταυτοχρόνως τον εξουσιάζουν. Κι εκείνος, από την δική του πλευρά, τις περιλαμβάνει και τις νοηματοδοτεί αυτές τις δισυπόστατες μορφές, με την γυμνή τους εφήμερη, όσο και υπερβατική αλήθεια, μέσα από τους αντικατοπτρισμούς των ουρανών και τους κυματισμούς των θαλασσών τους, μέσα από τα βλαστήματα της γης και τα φεγγάρια των αέναων ταξιδιών τους, μέσα από την Παραδείσιά τους «ευωχία» και πριν από την Έξωση τους ή τις επιβαλλόμενες απαγορεύσεις της Ρομφαίας, των συμβάσεων δηλαδή και κάθε είδους εκλογικεύσεων, που «απομαγεύουν» όχι μόνον τις μορφές αυτές και τα αισθαντικά τους φορτία, αλλά κυρίως την πραγματικότητα.

Οι χειρονομίες και τα βλέμματα των «παγανιστικών» γυναικείων αυτών μορφών, μεταφέρουν ακατοχύρωτα νεύματα και μετέωρες υποψίες, ανηλικίωτες χαρές κι ανεξίτηλες γητειές, αμφίσημα μηνύματα και ακαταμάχητες προσδοκίες, απορίες κι ερωτηματικά, σιωπές κι επιφωνήματα κάποιας λαχτάρας που έγινε καρτερία και τραύμα, εφήμερο άγγιγμα και διάψευση, κρυφός πόθος/πόνος, αλλά κι ακατάβλητη – σε πείσμα των καιρών - αναμονή. Ένας διάχυτος, ωστόσο, ερωτισμός συνεχώς επανέρχεται, όπως το λάϊτ-μοτίφ κι όπως το γύρισμα των εποχών του χρόνου, σε αυτά τα γεμάτα δύναμη, αλλά και τρυφερή αθωότητα, έργα της Ειρήνης Κανά. Κι ο κόσμος τους, ο κόσμος που παριστάνει και παριστάνεται στην συγκεκριμένη αυλαία της θέασης, δεν είναι άλλος από εκείνον τον καταγωγικό ή αρχετυπικό, που σιωπηλά συνδιαλέγεται με τον κυκλικό χρόνο των «επιτελεστικών» λειτουργιών του υποσυνειδήτου μας, αλλά και των «περιφορών» του μύθου ή των αφηγηματικών του ανακυκλώσεων, μέσα από όπου προσδοκά κανείς την παρηγορία ή την περίθαλψη μιας λύτρωσης, στην προ-λογική της συνθήκη και πριν από την προγειωτική κι εξορθολογική τραχύτητα της καθημερινής μας βιωτής.

Αθηνά Σχινά
Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης

« Κριτικές