Reviews
«Φυσάει όνειρα στον κόσμο των χρωμάτων» - Η ζωγραφική της Ειρήνης Κανά
Χρήστος Γιαννακός
Δεν έχουν χρώμα τα όνειρα; Είναι ν’ αναρωτιέται κανείς, ιδίως όταν πρόκειται για μια έκθεση ζωγραφικής της Ειρήνης Κανά· αξεδιάλυτα κι ανεξίτηλα, η φαντασία εκεί αναμειγνύει τα χρώματα ενός κόσμου, ο οποίος, γοητευτικός και υπερβατικός, υποβάλλει στο θεατή μια πραγματικά λυτρωτική συγκίνηση.
Τον Απρίλιο του 2005 παρουσιάστηκε στην γκαλερί Σκουφά η τελευταία δημιουργική ενότητα της ζωγράφου. Θεματικά η Ειρήνη Κανά αποκαλύπτει με περισσή ζωντάνια το κατά κανόνα δυσδιάκριτο φάσμα που ελευθερώνει η αύρα των γυναικών· με τον ιδιαίτερο τρόπο της πλησιάζει ουσιαστικά το θηλυκό πρόσωπο της ψυχής· πρόκειται για ένα πρόσωπο που ζει για να δημιουργεί και δημιουργεί για να ζει.
Η γυναίκα λοιπόν είναι η απόλυτη πρωταγωνίστρια· μια πρωταγωνίστρια που όλους μας αφορά και μας έλκει. Πρόσωπα κοριτσιών, γυναίκες γυμνές σε στάσεις μοντέλου, χώροι εσωτερικοί και υπαίθριοι. Στις περισσότερες συνθέσεις τα κύρια και τα επιμέρους στοιχεία μεταδίδουν την εντύπωση προσωρινά ακινητοποιημένων ρευστών. Τα εν λόγω τμήματα, μολονότι αποτυπώνονται με διαφορετική κατά τόπους υφή, συναιρούνται σε πολλές παραπλήσιες ή έντονες, συμπληρωματικές μεταξύ τους χροιές. Το σχέδιο στους πίνακες της Ειρήνης Κανά υποτάσσεται στην ποικίλη χρωματική ανάπτυξη των πλασμάτων της. Βλέπουμε μορφές που μοιάζουν ν’ αναδύονται ή ν’ ανθίζουν μέσ’απ’ το περιβάλλον τους· χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Ανώνυμη», η καθιστή γαλαζοπράσινη γυναίκα που εμφανίζεται ως φωτεινή και γαλήνια οπτασία, πλαισιωμένη από τον βαθύ, σκοτεινό χώρο του πίνακα. Η παρουσία της, μάλιστα, απέναντι ακριβώς απ’ την κρυστάλλινη πόρτα της γκαλερί μαγνήτιζε τον επισκέπτη, πριν ακόμη αυτός περάσει στην έκθεση. Αντιστικτικά, μια άλλη καθιστή μορφή, η «Γεντιανή», μοιάζει βυθισμένη σε σκέψεις, όπως ακουμπά τον αγκώνα της σ’ ένα τραπέζι και στηρίζει το κεφάλι στο αριστερό χέρι -φοράει εφαρμοστό καπέλο με φτερό, μα ο κορμός της είναι γυμνός- ο προβληματισμός φαίνεται πως την έχει αποσπάσει από κάθε έγνοια περιβολής. Προσεκτικά πτυχωμένη στα χείλη της η αβεβαιότητα μόλις που διακρίνεται. Το δάπεδο-σκακιέρα υπονοεί την εμπλοκή σ’ ένα αμφίρροπο παιχνίδι που πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει; Η προοπτική της νυχτωμένης αυλής υποβάλλει μια αίσθηση αγωνίας, που επιτείνεται απ’ τη θέση του δεξιού λυγισμένου χεριού, το οποίο καλύπτεται με γαλάζιο, μακρύ γάντι και καταλήγει σε ανοιχτή παλάμη με τα δάχτυλα τεντωμένα να συγκρατούν ένα ένδυμα πάνω στο μηρό.
Οι υποδηλώσεις που αφορούν χαρακτήρες και ρόλους σε προσωπικά θέματα αποτελούν νέα στοιχεία στο έργο της ζωγράφου. Άλλοι πίνακες, ενδεικτικοί αυτής της διάθεσης είναι το «Βλέμμα, σημαία του κενού», «Το μήλον, μη όλον», «Ο κήπος ξέρει», «Φτερό λύπης που επιστρέφει» και «Πρωινό φως»· το τελευταίο έργο, αν παρατηρηθεί από μακριά, διαφέρει υφολογικά από τα υπόλοιπα της έκθεσης· απεικονίζει το ανέκφραστο πρόσωπο νεαρής γυναίκας πίσω από ένα πέπλο φωτεινής αχλής. Όταν όμως ιδωθεί από κοντά, αναγνωρίζονται οι χαρακτηριστικές πινελιές της ζωγράφου αλλά και η θλίψη που κυματίζει μέσα στη σύνθεση του βλέμματος.
Άξιο επισήμανσης νέο στοιχείο είναι επίσης ο διάλογος μεταξύ δύο τύπων, με τους οποίους αποδίδονται φαινομενικά διαφορετικές μεταμορφώσεις του θήλεος. Ο ένας τύπος αντιστοιχεί σε μια αιθέρια, ονειρική, θεϊκή μορφή –όπως φαίνεται π.χ. στα έργα «Τιτάνια», «Βασκανία» και «Η γόησσα των νεφών»-, ενώ ο άλλος σε μια ισότιμα όμορφη, θελκτική, ενστικτώδη ύπαρξη –π.χ. «Butterfly», «Ελένη», «Κυρία Γαλάζια» και «Γάτα». Τα γαντοφορεμένα χέρια της Ελένης του ομώνυμου πίνακα δίνουν την εντύπωση ότι μετουσιώνονται αργά σε πόδια γάτας? στο μονόφθαλμο βλέμμα της ξαπλωμένης στο πλάι κοπέλας διακρίνεται μια υπομονετική και συνάμα παιγνιώδη διάθεση αρπαγής. Στη «Μις Όμπερον» τα χαρακτηριστικά των τύπων που αναφέρθηκαν μοιάζουν να ενώνονται σε μια και μόνη γυναίκα/εικόνα. Από τη σκοπιά της απόλαυσης, θεωρούμε αναμφισβήτητο κέρδος το ότι μεταφερθήκαμε νοητά σ’ ένα περιβάλλον όπου το ιδανικό έσμιγε με το αινιγματικό και το μεταφυσικό με το βιωματικό.
Ως εκφάνσεις μιας εσωτερικής ανάγκης που έδειξε νέα μέσα και στόχους, τα προαναφερθέντα σηματοδοτούν, κατά τη γνώμη μου, την καλλιτεχνική ωρίμανση της Ειρήνης Κανά. Πόσο μάλλον που και στη νέα δουλειά συμβάλλουν ενεργά τα ήδη διαμορφωμένα χαρακτηριστικά της ζωγράφου. Παρά την αλλαγή της θεματικής –οι γυναίκες των τελευταίων ετών διαδέχονται τα τοπία των προηγούμενων εκθέσεων- είναι αναγκαίο νομίζω να καταγραφούν οι κοινές παράμετροι που αγγέλλει με την υπογραφή της η Ειρήνη Κανά. Αναγνωρίζουμε λοιπόν κι εδώ τις εντυπωσιακές διαβαθμίσεις από το ηλιακό κίτρινο ως το λεμονί και την ώχρα – πιο χαρακτηριστικά σε συνθέσεις όπως το «Φεγγάρι και άλλες ιστορίες», «Κόκκινο» και «Κασσιόπεια». Απαντούν επίσης οι βαθιές αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου· τα χαραγμένα στο χρωματικό υπόθεμα πεταλούδες και άνθη· η δυναμική, αν και ελάχιστη, παρουσία του κόκκινου: το χρώμα που βάφει τα χείλη των γυναικών προέρχεται από την ίδια θερμή εστία της παλέτας που έδωσε υπόσταση στα ονειρικά κόκκινα ψάρια του «Νύχτα, το αθέατο γαλάζιο» (Έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα του Δήμου Αθηναίων, 2003) ή στον πορφυρό σπαραγμό του «Σκιαχτρούλη» (Έκθεση στο ATRION, Θεσσαλονίκη, 2000). Από ένα τέτοιο περιβάλλον και κλίμα δεν θα ήταν βέβαια δυνατό να λείπουν τα ελλειπτικά, πλευστά στο στερέωμα φεγγάρια της Ειρήνης Κανά.
Όσοι έχουν παρατηρήσει σε προηγούμενες εκθέσεις τη διάθεση αμφισβήτησης ορισμένων ρεαλιστικών αναλογιών στις σχέσεις μεταξύ των απεικονιζόμενων αντικειμένων, θα έβρισκαν παράξενο να μην αναπτύσσεται στα νέα έργα ένα είδος αποκλίνουσας –όπως την ερμηνεύω- ανάκλασης των μύχιων πόθων, που εκδηλώνονται μέσα από τις δημιουργικές επιλογές της ζωγράφου. Αναφέρομαι σε μια ανατρεπτική, πέραν του φυσικού πλευρά της αισθητικής και συναισθηματικής μυσταγωγίας, στην οποία εμπλέκονται –από διαφορετικά σημεία εισόδου- τόσο ο καλλιτέχνης όσο και ο αποδέκτης του ερεθίσματος. Η παραδοξότητα που τείνει προς την υπέρβαση μας καλεί –η ίδια η Τέχνη μας καλεί- να νιώσουμε την ανάγκη της ευδαιμονίας –η λέξη με την όσο το δυνατόν ευρύτερη έννοια της ψυχικής ωφέλειας κατά την οικειοθελή κίνησή μας προς το ωραίο. Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα? οι παράξενες θέσεις, χρώσεις και γλυφές της σελήνης, που προαναφέραμε, συγγενεύουν άμεσα με τις αντίστοιχες φάσεις του ουράνιου σώματος σε παλαιότερες δουλειές της Ειρήνης Κανά. Στην ίδια γραμμή του ύφους εμπίπτουν οι κινήσεις των στοιχείων ενάντια στην αληθοφανή τους φορά, όπως οι συγκλίνουσες τολύπες καπνού για παράδειγμα σε έργα της προηγούμενης περιόδου. Ενδεχομένως λοιπόν εξ’ αιτίας αυτής της στοχαστικής επιλογής της ζωγράφου, η Ντένυ με την πράσινη θηλή να βγάζει κυριολεκτικά τη γλώσσα σε κάποιον ή κάτι έξω από το πλαίσιο του πίνακα («Ντένυ») που την εικονίζει.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι δεν απουσιάζουν από τα νέα έργα ούτε η σιωπηρή αγωνία, ούτε η παράξενη αίσθηση απειλής – συστατικά μιας ατμόσφαιρας που έχουμε δει σε προγενέστερες τοπιογραφίες. Σε κάθε περίπτωση είναι η εικαστική συνομιλία μεταξύ «οργανικών» και «ανόργανων» μορφών –στο περιβάλλον κάθε ξεχωριστού πίνακα- αυτή η οποία προσδίδει την ονειρώδη, «τρίτη» διάσταση στο έργο.
Μια άλλη πτυχή της εργασίας της ζωγράφου, ιδιαίτερα εμφανής και στην έκθεση της Σκουφά, αξίζει να σημειωθεί εδώ. Αναφέρομαι στα στρώματα χρωμάτων και θεμάτων πάνω στον ίδιο καμβά. Ο φιλότεχνος μπορεί εύκολα να διακρίνει τις διαφορετικές επιφάνειες ιδίως στην περιοχή του πλαισίου αρκετών πινάκων. Προσωπικά βρίσκω τις κρυμμένες εικόνες πολύ γοητευτικές, εξαιρετικά τονωτικές της φαντασίας. Πόσο πιο αινιγματική γίνεται μια μορφή, όταν ορισμένα μέρη του ζωγραφισμένου της σώματος ή χώρου μένουν έξω από το πεδίο των αισθήσεων! Χρειάζεται λοιπόν μια ποιητική, διαισθητική ματιά από την πλευρά του θεατή, για ν’απαντηθούν (;) έτσι –μοναδικά για τον καθένα- τα ερωτήματα που έμμεσα θέτει το καλλιτεχνικό παλίμψηστο.
Επιχειρώντας να συνοψίσουμε τη θεώρησή μας, θα λέγαμε πως η τέχνη της Ειρήνης Κανά συνιστά ένα ανοιχτό σύμπαν, το οποίο χαρακτηρίζεται αφενός από τη δυναμική ισορροπία των μορφών της χρωματικής ύλης κι αφετέρου από την ελεύθερη ροή κι αναγέννηση των συναισθημάτων που νιώθουν οι κοινωνοί. Το ταλέντο της ζωγράφου στην έκφραση εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά αναδεικνύονται και έλκουν αβίαστα, με το πρώτο κοίταγμα. Αν δεν αναγνωρίζαμε ορισμένες καταβολές της καλλιτέχνιδας, θα υποστηρίζαμε ότι ο κόσμος κάθε εμπνευσμένου της έργου δημιουργήθηκε στη φαντασία ενός αλλιώτικου –ως προς τη δεξιότητα- παιδιού, μόλις μια στιγμή πριν εκτεθεί στο βλέμμα του θεατή.
Η Ειρήνη Κανά αναδεικνύει το ιδιαίτερο στίγμα της στην ιστορία της ελληνικής Τέχνης έχοντας αφομοιώσει τις δημιουργικές προτάσεις σημαντικών ζωγράφων τόσο στην ένταση του χρώματος ή την απόδοση του τοπίου (Νίκος Λύτρας, Παναγιώτης Τέτσης) όσο και στην εκφραστική αποτύπωση προσώπων ή προσωπείων (Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Γιώργος Μπουζιάνης). Συνεχίζει μάλιστα εργωδώς τον δικό της βηματισμό. Με την παρουσίαση των συνθέσεων της νέας περιόδου η ζωγράφος αναζωογονεί δραστικά την εγχώρια έκφραση στο πεδίο ενός εξπρεσιονισμού που δεν αντιστοιχεί την υποκειμενική καθαρότητα στο καλλιτεχνικά ψυχρό αλλά στο αισθητικά συγκινητικό· κι αυτό –ιδίως στις μέρες μας- είναι πολύ ακριβό για να το αγνοήσουμε.